- αιπύς
- αἰπύς, -εῑα, -ύ (Α)1. ψηλός, απόκρημνος2. (για τον θάνατο) αυτός που εφορμά από ψηλά, ορμητικός, βίαιος3. ολοσχερής, ολοκληρωτικός, πλήρης, τέλειος, οξύς4. (για πάθη) φλογερός, δυνατός5. στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Αἰπυγένεια*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολογίας. Η λ. χρησιμοποιείται στον Όμηρο για να χαρακτηρίσει ως επίθ. (με τη σημ. τού «ψηλός» και / ή «απόκρημνος») πόλεις, βουνά, τείχη κ.ά. Ακόμη χρησιμοποιήθηκε συχνά στα έπη με μεταφορική σημ. για να χαρακτηρίσει θλιβερές, οδυνηρές, δυσάρεστες καταστάσεις (θάνατος, ὄλεθρος, φόνος, σκότος, χόλος, δόλος κ.τ.ό.), περνώντας έτσι στη σημ. τού «οξύς, βαρύς, ανυπόφορος» και στην επιτατική σημ. τού «πλήρης, ολοσχερής, τέλειος». Για μετρικούς, προφανώς, λόγους πλάστηκαν στον Όμηρο παράλληλοι προς το αἰπὺς θεματικοί σε -ος (αἰπὸς) τύποι, όπως πόλιν αἰπήν, ρέεθρα αἰπά. Επίσης από το αἰπὺς σχηματίστηκαν όχι μόνο σύνθετα με α΄ συνθ. το αἰπυ- «ψηλός» (από το μυκην. Αἰπυγένεια και τα αἰπύνωτος και αἰπυ-μήτης τού Αισχύλου, καθώς και άλλα μεταγενέστερα, όπως το αἰπύδ-μητος μέχρι τους νεώτερους ελληνογενείς επιστημονικούς όρους αιπυόρνις, αιπυόσαυρος, κ.ά.), αλλά και το ουσ. αἶπος* απ’ όπου προέκυψαν τα επίθετα αἰπεινός* (< αἰπεσ-νός) και αἰπήεις* (< *αἰπεσ-Fεντ-ς ή, αναλογικά, από τ. *αἰπ-āFεντ-ς, επίθημα που απαντά σε επίθ. τού τύπου φωνήεις κ.τ.ό.), που χρησιμοποιήθηκαν στον Όμηρο και αργότερα ως παράλληλοι τύποι τού αἰπύς. Προβληματική παραμένει, τέλος, η ετυμολογική συγγένεια τού αἰπὺς προς το αἶψα*, με το οποίο είναι πολύ πιθανόν να συνδέεται.ΠΑΡ. αρχ. αἰπήεις, αἶπος.ΣΥΝΘ. αρχ. Αἰπυγένεια, αἰπύδμητος, αἰπυδοπωτής, αἰπυμήτης, αἰπύνοος, αἰπύνωτος, αἰπυπλανήςμσν.αἰπύκερως, αἰπύλοφος].
Dictionary of Greek. 2013.